- υποδρώ
- -άω, και επικ. τ. ὑποδρώω, και μτγν. ποιητ. τ. ὑποδρήσσω, Α [δρῶ]εργάζομαι στην υπηρεσία κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδρήσσω — Α (μτγν. ποιητ. τ.) βλ. ὑποδρῶ … Dictionary of Greek
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek